θαμβά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαθαμβά < θαμβ(ός) + -ά, με λόγια επίδραση στην προφορά του θαμπά < θαμπός
Επίρρημα
επεξεργασίαθαμβά
- (καθαρεύουσα) θαμπά
- ※ έβλεπε το παράθυρον της γειτόνισσας κλειστόν, βωβόν, και τον φεγγίτην να λάμπη θαμβά, θολά (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Ο Έρωτας στα χιόνια στη Βικιθήκη [σε μονοτονικό])
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαθαμβά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του θαμβός