Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

→ δείτε τη λέξη  ηλεκτρικός και καρέκλα

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

ηλεκτρική καρέκλα θηλυκό

  1. συσκευή εκτέλεσης καταδικασμένων σε θάνατο: ο μελλοθάνατος δένεται και καθηλώνεται σε μια καρέκλα και διοχετεύεται στο σώμα του ηλεκτρικό ρεύμα υψηλής τάσης μέχρι να επέλθει ο θάνατος
  2. (μεταφορικά) διοικητική θέση με πολύ μεγάλες ευθύνες

  Μεταφράσεις επεξεργασία