ηλεκτρική καρέκλα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ηλεκτρικός και καρέκλα
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
ηλεκτρική καρέκλα θηλυκό
- συσκευή εκτέλεσης καταδικασμένων σε θάνατο: ο μελλοθάνατος δένεται και καθηλώνεται σε μια καρέκλα και διοχετεύεται στο σώμα του ηλεκτρικό ρεύμα υψηλής τάσης μέχρι να επέλθει ο θάνατος
- (μεταφορικά) διοικητική θέση με πολύ μεγάλες ευθύνες
Μεταφράσεις επεξεργασία
ηλεκτρική καρέκλα