Ετυμολογία

επεξεργασία
  1. ηδύνομαι < αρχαία ελληνική ἡδύνομαι, παθητική φωνή του ρήματος ἡδύνω
  2. ηδύνομαι < μεσαιωνική ελληνική ἡδύνομαι / δύνομαι[1] < αρχαία ελληνική δύναμαι

ηδύνομαι

  1. (αρχαιοπρεπές) ευχαριστιέμαι
  2. (παρωχημένο, σπάνιο) άλλη μορφή του δύνομαι / δύναμαι

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. ηδύνομαι Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].