Δείτε επίσης: ηγεμονεύω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ηγουμενεύω < ηγούμεν(ος) + -εύω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.ɣu.meˈne.vo/

  Ρήμα επεξεργασία

ηγουμενεύω

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία