ζωοποιήσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαζωοποιήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ζωοποιώ
- θα ζωοποιήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ζωοποιώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαζωοποιήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ζωοποίηση