ζυμώσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαζυμώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ζυμώνω
- θα ζυμώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ζυμώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαζυμώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ζύμωση