ζενερίκ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ζενερίκ < (άμεσο δάνειο) γαλλική générique
Ουσιαστικό
επεξεργασίαζενερίκ ουδέτερο άκλιτο
- (κινηματογράφος) η παράθεση των συντελεστών κινηματoγραφικής ταινίας ή τηλεοπτικής παραγωγής στην αρχή ή στο τέλος· τα «γράμματα»
Μεταφράσεις
επεξεργασία ζενερίκ
|