Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζενερίκ < (άμεσο δάνειο) γαλλική générique
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ζενερίκ ουδέτερο άκλιτο

  Μεταφράσεις επεξεργασία