εύληπτα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εύληπτα < εύληπτος
Επίρρημα επεξεργασία
εύληπτα
- (μεταφορικά) κατανοητά
- παρουσιάζει εύληπτα τις νέες έννοιες του μαθήματός του
Συγγενικά επεξεργασία
Ομώνυμα / Ομόηχα επεξεργασία
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εύληπτο