εφηλίς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εφηλίς < καθαρεύουσα ἐφηλίς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐφηλίς < ἐφ- (ἐπί) + ἧλος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεφηλίς θηλυκό
- (αρχαιοπρεπές) λόγια μορφή του εφηλίδα
Μεταφράσεις
επεξεργασία εφηλίς
|