ευωδερά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
ευωδερά < ευωδερός + -ά < αρχαία ελληνική εὐώδης
Επίρρημα επεξεργασία
ευωδερά
- (λογοτεχνικό) άλλη μορφή του ευωδιαστά
Μεταφράσεις επεξεργασία
ευωδερά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
ευωδερά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ευωδερός