ευφραντικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ευφραντικά < ευφραντικός + -ά < ελληνιστική κοινή εὐφραντικός
Επίρρημα
επεξεργασίαευφραντικά
- (λόγιο) με ευφραντικό τρόπο, ευφραίνοντας
Συγγενικά
επεξεργασία- ευφραντικός
- → δείτε τη λέξη ευφραίνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία ευφραντικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαευφραντικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ευφραντικό