ευλύγιστο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /eˈvli.ʝi.sto/
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
ευλύγιστο
- αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του ευλύγιστος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του ευλύγιστος