ερυθριάσεις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
ερυθριάσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ερυθριώ
- θα ερυθριάσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ερυθριώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
ερυθριάσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ερυθρίαση