Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ερυθριώ < επιθ. ερυθρός

  Ρήμα επεξεργασία

ερυθριώ

  • κοκκινίζω, η όψη μου αποκτά κόκκινο χρώμα, ερυθρό, πιθανόν λόγω κάποιου συναισθήματος

  Μεταφράσεις επεξεργασία