ερμπαμπής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ερμπαμπής < (άμεσο δάνειο) τουρκική erbap (ειδήμονας) < αραβική أرباب (ʔarbāb) πληθυντικός του رَبّ (rabb)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαερμπαμπής αρσενικό (θηλυκό ερμπαμπίνα)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ερμπαμπής
|
Πηγές
επεξεργασία- Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014