ερημώσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαερημώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ερημώνω
- θα ερημώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ερημώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαερημώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ερήμωση