Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ερημώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ερημώνω
  2. θα ερημώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ερημώνω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

ερημώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ερήμωση