Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ερειπώνομαι
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
Ετυμολογία
επεξεργασία
ερειπώνομαι
<
παθητική φωνή
του ρήματος
ερειπώνω
Ρήμα
επεξεργασία
ερειπώνομαι
μεταβάλλομαι
σε κατάσταστη
ερειπίου
,
καταστρέφομαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ερειπώνομαι
αγγλικά
:
crumble
(en)
εσπεράντο
:
ruiniĝi
(eo)