Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ruiniĝi < ruin- + -iĝ- + -i

  Ρήμα επεξεργασία

ρήμα ruiniĝi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας ruiniĝas ruiniĝanta ruiniĝata
αόριστος ruiniĝis ruiniĝinta ruiniĝita
μέλλοντας ruiniĝos ruiniĝonta ruiniĝota
υποθετική ruiniĝus - -
προστακτική ruiniĝu - -

ruiniĝi (eo)

Άλλες γραφές επεξεργασία