εργαστηριακά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαεργαστηριακά < εργαστηριακός + -ά
Επίρρημα
επεξεργασίαεργαστηριακά
- σε εργαστηριακό περιβάλλον, στο εργαστήριο
Μεταφράσεις
επεξεργασία εργαστηριακά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαεργαστηριακά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εργαστηριακό