Ετυμολογία

επεξεργασία
επταπλάσια < επταπλάσιος

  Επίρρημα

επεξεργασία

επταπλάσια

  • επτά φορές περισσότερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

επταπλάσια

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του επταπλάσιος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του επταπλάσιος