Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

επιτελέσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επιτελώ
  2. θα επιτελέσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επιτελώ

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

επιτελέσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του επιτέλεση