επιτάξεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαεπιτάξεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επιτάσσω
- θα επιτάξεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επιτάσσω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαεπιτάξεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του επίταξη