επιμετρήσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαεπιμετρήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επιμετρώ
- θα επιμετρήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επιμετρώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαεπιμετρήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του επιμέτρηση