Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

επιμετρήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επιμετρώ
  2. θα επιμετρήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επιμετρώ

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

επιμετρήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του επιμέτρηση