επικηρύξεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαεπικηρύξεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επικηρύσσω
- θα επικηρύξεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επικηρύσσω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαεπικηρύξεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του επικήρυξη