επαναπέμπω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επαναπέμπω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα επεξεργασία
επαναπέμπω
- (μεταβατικό) (λόγιο) αναπέμπω ξανά
- (μεταβατικό) στέλνω ξανά (επιστρέφω) σε κατώτερο διοικητικό ή δικαστικό όργανο ένα σχέδιο, πρόταση, απόφαση κλπ για να επανεξεταστεί