remand (en)

  1. στέλνω έναν κρατούμενο ξανά στη φυλακή, θέτω υπό περιορισμό
  2. επαναπέμπω μια δικαστική υπόθεση σε κατώτερο δικαστήριο για περαιτέρω διερεύνηση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

remand (en)

  • η ενέργεια του ρήματος remand