επαναδιατάσσω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαεπαναδιατάσσω
- επιχειρώ εκ νέου αναδιάταξη πραγμάτων, προσώπων ή υπηρεσιών
- επαναφέρω συνδεσμολογία, ή σχέση, μεταξύ μερών ενός συνόλου.
Μεταφράσεις
επεξεργασία επαναδιατάσσω
|