Ετυμολογία

επεξεργασία
επαναδιατάσσω < επί + ανά + διατάσσω

επαναδιατάσσω

  1. επιχειρώ εκ νέου αναδιάταξη πραγμάτων, προσώπων ή υπηρεσιών
  2. επαναφέρω συνδεσμολογία, ή σχέση, μεταξύ μερών ενός συνόλου.

  Μεταφράσεις

επεξεργασία