εξωτερικεύσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαεξωτερικεύσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εξωτερικεύω
- θα εξωτερικεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εξωτερικεύω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαεξωτερικεύσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εξωτερίκευση