εξουσιοδοτήσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαεξουσιοδοτήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εξουσιοδοτώ
- θα εξουσιοδοτήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εξουσιοδοτώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαεξουσιοδοτήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εξουσιοδότηση