εξουθενώσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαεξουθενώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εξουθενώνω
- θα εξουθενώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εξουθενώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαεξουθενώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εξουθένωση