εξομολογήσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαεξομολογήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εξομολογώ
- θα εξομολογήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εξομολογώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαεξομολογήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εξομολόγηση