Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

εξοικονομήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εξοικονομώ
  2. θα εξοικονομήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εξοικονομώ

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

εξοικονομήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εξοικονόμηση