Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

εξογκώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εξογκώνω
  2. θα εξογκώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εξογκώνω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

εξογκώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εξόγκωση