εξιστορήσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαεξιστορήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εξιστορώ
- θα εξιστορήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εξιστορώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαεξιστορήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εξιστόρηση