εξατομικεύσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαεξατομικεύσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εξατομικεύω
- θα εξατομικεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εξατομικεύω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαεξατομικεύσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εξατομίκευση