Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

εξατομικεύσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εξατομικεύω
  2. θα εξατομικεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εξατομικεύω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

εξατομικεύσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εξατομίκευση