εξαρτίσεις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
εξαρτίσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εξαρτίζω
- θα εξαρτίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εξαρτίζω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
εξαρτίσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εξάρτιση