Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξαρτίζω < ελληνιστική κοινή ἐξαρτίζω < ἐξ + ἀρτίζω < αρχαία ελληνική ἄρτιος

  Ρήμα επεξεργασία

εξαρτίζω

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία