Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ενυπνιάζομαι < αρχαία ελληνική ἐνυπνιάζομαι, παθητική φωνή του ρήματος ἐνυπνιάζω

  Ρήμα επεξεργασία

ενυπνιάζομαι

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία