Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

εντρυφήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εντρυφώ
  2. θα εντρυφήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εντρυφώ

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

εντρυφήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εντρύφηση