Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

εντοιχίσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εντοιχίζω
  2. θα εντοιχίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εντοιχίζω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

εντοιχίσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εντοίχιση