εντοιχίσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαεντοιχίσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εντοιχίζω
- θα εντοιχίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εντοιχίζω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαεντοιχίσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εντοίχιση