Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

ενσφηνώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ενσφηνώνω
  2. θα ενσφηνώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ενσφηνώνω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

ενσφηνώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ενσφήνωση