εναποθηκεύσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαεναποθηκεύσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εναποθηκεύω
- θα εναποθηκεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εναποθηκεύω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαεναποθηκεύσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εναποθήκευση