ενάμισι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ενάμισι < μεσαιωνική ελληνική ενάμισι < αρχαία ελληνική ἕνα, αιτιατική ενικού τού εἷς + ἥμισυς
Αριθμητικό
επεξεργασίαενάμισι ουδέτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασία ενάμισι
|
ενάμισι ουδέτερο
|