Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

εμψυχώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εμψυχώνω
  2. θα εμψυχώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εμψυχώνω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

εμψυχώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εμψύχωση