εμψυχώσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαεμψυχώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εμψυχώνω
- θα εμψυχώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εμψυχώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαεμψυχώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εμψύχωση