Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εμμέσως πλην σαφώς → δείτε τις λέξεις εμμέσως, πλην και σαφώς

  Έκφραση επεξεργασία

εμμέσως πλην σαφώς

  1. (λόγιο) πλαγίως ή κάπως συγκαλυμμένα αλλά και με τρόπο που δεν αφήνει περιθώριο αμφιβολίας
    • εμμέσως πλην σαφώς μου είπε να μην της κάνω πρόταση διότι δεν σκοπεύει να τη δεχθεί

Σημειώσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία