Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

εκμηδενίσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εκμηδενίζω
  2. θα εκμηδενίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εκμηδενίζω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

εκμηδενίσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εκμηδένιση