εκδυτικίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαεκδυτικίζω
Συγγενικά
επεξεργασία- εκδυτικισμός
- → δείτε τις λέξεις δυτικός και δύση
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εκδυτικίζω | εκδυτίκιζα | θα εκδυτικίζω | να εκδυτικίζω | εκδυτικίζοντας | |
β' ενικ. | εκδυτικίζεις | εκδυτίκιζες | θα εκδυτικίζεις | να εκδυτικίζεις | εκδυτίκιζε | |
γ' ενικ. | εκδυτικίζει | εκδυτίκιζε | θα εκδυτικίζει | να εκδυτικίζει | ||
α' πληθ. | εκδυτικίζουμε | εκδυτικίζαμε | θα εκδυτικίζουμε | να εκδυτικίζουμε | ||
β' πληθ. | εκδυτικίζετε | εκδυτικίζατε | θα εκδυτικίζετε | να εκδυτικίζετε | εκδυτικίζετε | |
γ' πληθ. | εκδυτικίζουν(ε) | εκδυτίκιζαν εκδυτικίζαν(ε) |
θα εκδυτικίζουν(ε) | να εκδυτικίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εκδυτίκισα | θα εκδυτικίσω | να εκδυτικίσω | εκδυτικίσει | ||
β' ενικ. | εκδυτίκισες | θα εκδυτικίσεις | να εκδυτικίσεις | εκδυτίκισε | ||
γ' ενικ. | εκδυτίκισε | θα εκδυτικίσει | να εκδυτικίσει | |||
α' πληθ. | εκδυτικίσαμε | θα εκδυτικίσουμε | να εκδυτικίσουμε | |||
β' πληθ. | εκδυτικίσατε | θα εκδυτικίσετε | να εκδυτικίσετε | εκδυτικίστε | ||
γ' πληθ. | εκδυτίκισαν εκδυτικίσαν(ε) |
θα εκδυτικίσουν(ε) | να εκδυτικίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εκδυτικίσει | είχα εκδυτικίσει | θα έχω εκδυτικίσει | να έχω εκδυτικίσει | ||
β' ενικ. | έχεις εκδυτικίσει | είχες εκδυτικίσει | θα έχεις εκδυτικίσει | να έχεις εκδυτικίσει | ||
γ' ενικ. | έχει εκδυτικίσει | είχε εκδυτικίσει | θα έχει εκδυτικίσει | να έχει εκδυτικίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εκδυτικίσει | είχαμε εκδυτικίσει | θα έχουμε εκδυτικίσει | να έχουμε εκδυτικίσει | ||
β' πληθ. | έχετε εκδυτικίσει | είχατε εκδυτικίσει | θα έχετε εκδυτικίσει | να έχετε εκδυτικίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εκδυτικίσει | είχαν εκδυτικίσει | θα έχουν εκδυτικίσει | να έχουν εκδυτικίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία εκδυτικίζω
|