Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκδυτικίζω < εκ- + δυτικός + -ίζω

  Ρήμα επεξεργασία

εκδυτικίζω

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία