ειδυλλιακά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
ειδυλλιακά < ειδυλλιακός + -ά
Επίρρημα επεξεργασία
ειδυλλιακά
- με ειδυλλιακό τρόπο
Μεταφράσεις επεξεργασία
ειδυλλιακά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
ειδυλλιακά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ειδυλλιακός