εγχαράξεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαεγχαράξεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εγχαράσσω
- θα εγχαράξεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εγχαράσσω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαεγχαράξεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εγχάραξη