Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

εγκαρδιώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εγκαρδιώνω
  2. θα εγκαρδιώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εγκαρδιώνω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

εγκαρδιώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εγκαρδίωση